savechristmasgr.blogspot.com
Όλα τα χρήματα που θα συγκεντρωθούν από τις δωρεές θα πάνε στο λογαριασμό του Συλλόγου για παιδιά με καρδιοπάθεια «Η καρδιά του παιδιού».
Επισκεφθείτε το site για να δείτε βίντεο με κάλαντα και να ανεβάσετε και το δικό σας αλλά...
Μπείτε και στο blog: https://savechristmasgr.blogspot.com/?m=1
Γιατί αγαπημένοι συγγραφείς γράφουν αποκλειστικά χριστουγεννιάτικες μοναδικές ιστορίες συμμετέχοντας ενεργά σε αυτή τη δράση και δίνοντας το δικό τους ξεχωριστό χρώμα σε αυτή την κίνηση αγάπης
του Γιώργου Δάμτσιου
10 Δεκεμβρίου
Κόντευε μεσάνυχτα, αλλά ο Μορφέας δεν έλεγε να τραβήξει την οχτάχρονη Ελένη στη μεθυστική αγκαλιά του. Το κοριτσάκι στριφογυρνούσε συνεχώς στο κρεβάτι του, προσπαθώντας να βολευτεί. Μάταια. Δεν ήταν το κορμί της αυτό που δεν γαλήνευε, αλλά το μυαλό της. Στο τέλος δεν άντεξε, χτύπησε τον τοίχο δίπλα από το κρεβάτι με τους κόμπους των δακτύλων της. Πρώτα δύο φορές, μετά τρεις και στο τέλος δύο ακόμα. Ήταν το μυστικό συνθηματικό που είχε δημιουργήσει με τη μητέρα της από τότε που άρχισε να κοιμάται στο παιδικό δωμάτιο.
Εκείνη εμφανίστηκε σχεδόν στη στιγμή. Φορούσε το νυχτικό της και τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα. Τα μάτια της όμως ήταν ολοζώντανα. Ήταν φανερό ότι έδινε τη δική της ανεπιτυχή μάχη στο κρεβάτι.
«Τι έγινε, κορίτσι μου; Γιατί δεν κοιμάσαι ακόμα;» ρώτησε.
«Σκέφτομαι τον Άγιο Βασίλη, μαμά. Φοβάμαι ότι φέτος δεν θα έρθει».
Η γυναίκα ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Το φοβόταν και η ίδια εδώ και μήνες.
«Γιατί το λες αυτό;» ρώτησε, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο και να βρει τις κατάλληλες απαντήσεις.
«Επειδή υπάρχει αυτός ο άτιμος ο κορονοϊός. Ο Άγιος Βασίλης δεν θα μπορέσει να βγει από το σπίτι του. Απαγορεύεται».
Η μητέρα της χαμογέλασε ανεπαίσθητα. Πριν αποκτήσει τη μοναχοκόρη της, δεν είχε ιδέα ότι τα παιδιά μπορούν να παντρέψουν την πραγματικότητα με τη φαντασία τόσο καλά. Πλησίασε και κάθισε κοντά στο μαξιλάρι της, για να μπορεί να της χαϊδεύει τα μαλλιά όσο θα μιλούσαν.
«Ίσως ο Άγιος Βασίλης να μπορεί να κυκλοφορήσει ελεύθερος. Εξάλλου έχει να επιτελέσει ένα πολύ σημαντικό έργο», είπε.
«Αποκλείεται. Το απόγευμα έλεγε στην τηλεόραση ότι για να βγει κανείς έξω πρέπει να στείλει μήνυμα. Άκουσα που έλεγε για τρέξιμο, για σούπερ μάρκετ, για γιατρό… κάτι τέτοια. Αυτός τι μήνυμα να στείλει; Δεν θα τον αφήσουν, να το ξέρεις!»
Το γέλιο της μητέρας της εξαφανίστηκε. Σε μια άλλη μεγάλη αλήθεια, τα παιδιά πλέον είναι τόσο έξυπνα που είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστείς τις κουβέντες μαζί τους. Ειδικά όταν δεν έχεις ουσιαστικά επιχειρήματα να τους αντιτάξεις. Διότι αυτή ήταν η πικρή αλήθεια. Τι να της πει της μικρής; Ότι ήταν και η ίδια βέβαιη πως ο Άγιος Βασίλης δεν θα ερχόταν φέτος; Και πώς να το κάνει; Η πανδημία δεν έκλεβε μόνο ζωές, αλλά και δουλειές. Ήταν επισήμως άνεργη εδώ και έξι μήνες και το σπιτικό τους πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Θύμιζε βαρκούλα στον ωκεανό, με τις οικονομικές υποχρεώσεις να μοιάζουν με άγρια κύματα που καραδοκούσαν να το καταπιούν. Όσο για τον υποτιθέμενο καπετάνιο… Ο πατέρας της μικρής είχε εγκαταλείψει προ πολλού τη βάρκα. Εκείνος δεν ήταν για φουρτούνες. Οπότε όχι. Ο Άγιος Βασίλης δεν θα ερχόταν φέτος. Ειδάλλως θα του έκανε και η ίδια μια ευχή. Να τους πληρώσει το ρεύμα, λόγου χάρη. Διότι υπήρχε πλέον ορατός κίνδυνος να γιορτάσουν τα Χριστούγεννα στο σκοτάδι.
«Μαμά, κλαις;»
Η ερώτηση της μικρής την αιφνιδίασε. Ήταν μια ακόμα μαχαιριά στην καρδιά. Και η πληγή άρχισε να αναβλύζει αμέσως. Όχι αίμα, αλλά ντροπή. Το παιδί την είχε καλέσει στο δωμάτιό του για να το βοηθήσει να διώξει τους σκελετούς από την ντουλάπα της ψυχής του. Αντί γι’ αυτό, ήταν έτοιμη να του δημιουργήσει κι άλλους.
«Ας ελπίσουμε ότι θα έρθει ο Άγιος Βασίλης τελικά», ήταν το μόνο που βρήκε να του πει, μέσα στην ταραχή της. Ταυτόχρονα σηκώθηκε και όρθια. Μετά βίας κρατιόταν από το να πραγματοποιήσει μια άτακτη φυγή από το δωμάτιο.
«Εγώ πάντως του έγραψα και φέτος γράμμα», πρόσθεσε η μικρή. «Το έριξα στο ταχυδρομικό μας κουτί. Δεν ξέρω αν έκανα καλά».
Η μητέρα της προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι έπρεπε να βρει ένα πολύ πειστικό ψέμα για να της πει την πρωτοχρονιά. Και ίσως θα ήταν καλό να αρχίσει να το υφαίνει από απόψε. Οι τρεις βδομάδες δεν ήταν καθόλου πολλές. Όταν δεν πρέπει, ο χρόνος κυλάει υπερβολικά γρήγορα.
***
Βράδυ πρωτοχρονιάς
Η Ελένη κοιμόταν γαλήνια. Η μητέρα της καθόταν πάνω από το προσκέφαλό της και την κοιτούσε. Παρατηρούσε το χαμόγελο που είχε απομείνει σχηματισμένο στα χείλη της. Την έκανε να φεγγοβολά ευτυχία και να γεμίζει το δωμάτιο ζεστασιά.
Η ίδια ήταν και πάλι δακρυσμένη. Αυτή τη φορά όμως ήταν από χαρά και συγκίνηση. Το πρατήριου άρτου της γειτονιάς είχε βγάλει μια έκτακτη ανακοίνωση την προπαραμονή των Χριστουγέννων, αναζητώντας πωλήτρια. Όταν την είδε, μπήκε σε αυτό αποφασισμένη. Μίλησε στην ιδιοκτήτρια με ειλικρίνεια, εξηγώντας της επακριβώς την κατάστασή της. Εκείνη την άκουσε προσεκτικά. Στο τέλος έκανε το απρόσμενο. Άνοιξε το ταμείο και της έδωσε μια προκαταβολή. Σίγουρα έπαιξε ρόλο και το ότι ήταν και η ίδια μητέρα, καθώς και ότι γνωριζόντουσαν αρκετά χρόνια πια. Πάνω απ’ όλα, ήταν επηρεασμένη από το πνεύμα των ημερών.
Όταν η μητέρα της Ελένης πήρε τα χρήματα στα χέρια της, ένιωσε να αλλάζουν πολλά. Να αλλάζουν τα πάντα.
Ήταν η στιγμή που είχε συνειδητοποιήσει ότι ο Άγιος Βασίλης θα ερχόταν τελικά και φέτος…
Πριν φύγει από το δωμάτιο της κόρης της, έσκυψε και τη φίλησε για μια τελευταία φορά. Στη συνέχεια πήγε στο γραμματοκιβώτιο και το ξεκλείδωσε. Είχε ξεχάσει να αφαιρέσει το γράμμα για τον Άγιο Βασίλη.
Όταν το πήρε στα χέρια της, αποφάσισε να το διαβάσει. Μπορεί το παιδί να της είχε εκμυστηρευτεί το δώρο που ζήτησε, αλλά θα ήταν αλλιώς τώρα που θα έβλεπε και τον τρόπο με τον οποίο το έκανε.
Είχε δίκιο. Δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πόσο.
Αγαπητέ Άγιε Βασίλη. Επειδή φέτος ήμουν πολύ καλό κοριτσάκι θέλω να σου ζητήσω δύο ευχές!
Για μένα θέλω εκείνο το αυτοκίνητο-ιατρείο που σου είπα και όταν σε ονειρεύτηκα!
Στη μαμά μου θέλω να φέρεις έναν σάκο γεμάτο με χαμόγελα! Παλιά γελούσε συνέχεια και με έκανε και μένα πολύ ευτυχισμένη! Θέλω να αρχίσει να το ξανακάνει! Μπορείς; Δεν έχουν καθόλου βάρος!
Να ξέρεις σε αγαπώ πολύ!
Ελένη
Η γυναίκα έβαλε το γράμμα στην αγκαλιά της, κλαίγοντας πλέον με λυγμούς. Αλλά ήταν μόνο από χαρά. Κάτι είχε αλλάξει μέσα της. Είχε γεννηθεί μια καινούργια δύναμη. Ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει τα πάντα και να νικήσει. Εξάλλου, στο πλευρό της θα είχε το κοριτσάκι της και έναν σάκο γεμάτο με χαμόγελα.