Paperback, 577 pages
Published April 13th 2016 by iWrite.gr
Published April 13th 2016 by iWrite.gr
Οπισθόφυλλο:
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε μια όμορφη κοντέσα με μαλλιά κόκκινα σαν τη φωτιά, σ’ ένα τόπο παραδεισένιο. Ώσπου εισέβαλαν εχθροί, και τον κατέκτησαν. Θάνατος, αρρώστιες και πείνα χτύπησαν ανελέητα τον λαό της. Για να τους σώσει, η νεαρή κοντέσα υπέγραψε ένα συμβόλαιο με δύο σκοτεινούς Επισκέπτες, αντάλλαξε την ψυχή της με την ευημερία των κατοίκων της περιοχής. Προκειμένου να μη θυσιαστεί, ένας ιππότης πάλεψε για εκείνη. Και έχασε το μυαλό του. Χρόνια μετά, ένας άλλος άντρας θα θυσίαζε αθώες ψυχές, σε αντάλλαγμα αυτής της αγαπημένης του. Και κάποιος άλλος θα στοίχειωνε τη γη, θα περιπλανιόταν σαν σκιά, θα επιβίωνε σαν φωνή, για να διεκδικήσει τη γαλήνη της δικής του αγαπημένης. Εκείνο το πρώτο συμβόλαιο ψυχής, δεν πληρώθηκε ποτέ. Και σαν κατάρα κυνηγάει μια ολόκληρη γραμμή αίματος, αιώνες τώρα.
Αυτό δεν είναι ένα παραμύθι, όχι τουλάχιστον για τον Ρέιμοντ Κνάιτ. Είναι ένας εφιάλτης που έγινε πραγματικότητα, μόλις ήρθε η ώρα να κάνει τη δική του επιλογή. Από την αρχή ήταν δεδομένο, πως ο δρόμος για την σωτηρία της Ονόρα απαιτούσε την αυταπάρνησή του, ίσως ακόμη και τον θάνατό του.
Στο συναρπαστικό τέλος της τριλογίας, οι πρωταγωνιστές ξεκινούν ένα κυνήγι φαντασμάτων στην Ιρλανδία, προκειμένου να βρουν τη λύση στην κατάρα που τους απειλεί. Έρχονται αντιμέτωποι με στοιχειά, κακόβουλα πνεύματα και δαίμονες, με κάθε μυστικό που αποκαλύπτεται να τους φέρνει όλο και πιο κοντά σε θανάσιμο κίνδυνο. Ο Ρέιμοντ και η Ονόρα, μαζί αυτή τη φορά, καλούνται να δώσουν την πιο σημαντική μάχη στη ζωή τους ως τώρα∙ αυτή απέναντι στον ίδιο τον φόβο.
Review:
Σε αυτό το σχόλιο θα αναφερθώ περισσότερο στο σύνολο της τριλογίας των Εφιαλτών. Με αυτόν τον τρόπο θα αποφύγω και τη δημιουργία πιθανών spoilers σε όποιον αναγνώστη δεν έχει διαβάσει τα πρώτα δύο βιβλία.
Δεδομένο πρώτο λοιπόν της τριλογίας των Εφιαλτών (αντιγράφοντας ευθαρσώς την ίδια τη συγγραφέα), είναι το συνολικό της μέγεθος. Με έναν πρόχειρο υπολογισμό, πρέπει να ξεπερνά τις 1800 σελίδες. Σε ένα, αναμφίβολα, τεράστιο νούμερο. Διότι η συγγραφέας σε αυτές τις σελίδες μας λέει “μία” ιστορία. Δε συνεχίζεται δηλαδή από βιβλίο σε βιβλίο επειδή μετά από δέκα χρόνια υπήρξε αναβίωση του “χ” κακού ή δραπέτευσε από τη φυλακή ο “ψ” μανιακός δολοφόνος έτσι ώστε να ξεκινήσει ένας νέος κύκλος μπελάδων. Οι Εφιάλτες κόπηκαν σε τρία κομμάτια απλά για να μπορέσουν να βγουν σε βιβλία φυσιολογικού μεγέθους.
Κρίνοντας λοιπόν την τριλογία ως μια τεράστια ιστορία, δεν μπορεί κανείς παρά να παραδεχτεί ότι η συγγραφέας τα κατάφερε περίφημα. Υπάρχει συνοχή και ομοιογένεια. Η πλοκή εξελίσσεται σωστά, με φυσιολογικές εξάρσεις και σημεία “νηνεμίας”. Ακόμη και σ’ αυτά πάντως, ο αναγνώστης νιώθει ότι βρίσκεται λίγο πριν να ξεσπάσει μια καινούργια καταιγίδα.
Ένα άλλο σημαντικό δεδομένο των Εφιαλτών είναι ότι δεν μπορεί να τους κατατάξει κανείς σε ένα είδος. Προς όφελός τους, κατά τη γνώμη μου. Διότι η ιστορία γίνεται έτσι φιλική σε αναγνώστες διαφορετικών ειδών (του φανταστικού κυρίως). Ωστόσο, αν έπρεπε να αποδώσω έναν κεντρικό χαρακτηρισμό, θα συμφωνούσα με αυτόν που επέλεξε και η ίδια η συγγραφέας: paranormal romance με στοιχεία horror.
Συνεχίζοντας να παραθέτω δεδομένα που μου έκαναν εντύπωση στην τριλογία, θα αναφερθώ και στην εξαιρετική της εμβάθυνση σε θρύλους και δοξασίες της Ιρλανδίας (και γενικότερα των βορείων χωρών). Η συγγραφέας έκανε ολοφάνερα μεγάλη έρευνα επάνω σε αυτούς και το αποτέλεσμα τη δικαιώνει πανηγυρικά. Είναι μάλιστα γενικότερα λίγα τα βιβλία του ελληνικού φανταστικού που λειτουργούν κατ’ αυτόν τον τρόπο (βασισμένα σε αληθινούς θρύλους δηλαδή) και αυτό κάνει τα Εφιάλτες ακόμα πιο σημαντικούς. Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι δε χάνουμε άπειρες ώρες σε τέτοιες μελέτες, παρότι είναι σημαντικότατες και προσδίδουν διαφορετική βαρύτητα και αληθοφάνεια στα συγγράμματά μας.
Ένα άλλο στοιχείο που μου άρεσε στην τριλογία είναι η ανάπτυξη των χαρακτήρων και της συμπεριφοράς των πρωταγωνιστών. Ή να το πω πιο σωστά, η εξέλιξή τους. Οι περισσότεροι εξ αυτών ολοκλήρωσαν την κούρσα των 1800 σελίδων πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι την άρχισαν. Το οποίο είναι και το φυσιολογικό –έτσι γίνεται και στην πραγματικότητα όταν κάποιος βιώνει ένα σωρό περιστατικά. Οπότε, και σε αυτόν τον τομέα, η συγγραφέας πέτυχε· είπε σωστά αυτά που είχε να πει.
Μπορώ να πάω αρκετά μακριά ακόμα το συνολικό σχόλιο, αλλά νομίζω ότι από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχει και ιδιαίτερος λόγος αφού…
Δεδομένο πρώτο: η ιστορία μου άρεσε πολύ.
Δεδομένο δεύτερο: τη συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Δεδομένο τρίτο: είναι καιρός η συγγραφέας να μας πει τι ετοιμάζει από εδώ και πέρα.
Δεδομένο τέταρτο: Δεν έχω ξεχάσει ότι χρωστάει και μια εξήγηση, το πώς έχει καταφέρει να εκφράσει τόσο καλά σε πρωτοπρόσωπο ύφος τον αρσενικό πρωταγωνιστή της!