Η άποψή μου για το βιβλίο του Βασίλη Γιαννάκη ''Η νύχτα που εβρεξε μαχαίρια''. | Οπισθόφυλλο βιβλίου. Επί έναν ολόκληρο χρόνο, η Νάσια Καλαφάτη θεωρούνταν νεκρή. Όταν τελικά βρέθηκε λιπόθυμη από μια ομάδα ορειβατών, τα όσα είχε ζήσει κατά το διάστημα αυτό, είχαν διαγραφεί εντελώς από την μνήμη της. Ένα παράξενο τηλεφώνημα που δέχεται κάθε βράδυ, της προκαλεί έναν ανεξήγητο πανικό και την ωθεί στα όρια της τρέλας. 18,19,25. Τι μπορεί να σημαίνουν αυτά τα νούμερα; Ο Σωκράτης Μάξιμος, αναλαμβάνει να μεταβεί στην περιοχή του συμβάντος προκειμένου να λύσει το αίνιγμα… Όμως κάθε βήμα που κάνει προς την επίλυσή του, προκαλεί ακόμη περισσότερα ερωτήματα. Τι ρόλο μπορεί να παίζει ένα διεστραμμένο ζεύγος που διέμενε κάποτε σε ένα πολυτελές οίκημα, λίγο πιο έξω από το χωριό Κοτρινός; Ένας μεταφυσικός τρόμος ξυπνάει στην ευρύτερη περιοχή και αναμένεται να στοιχειώσει για πάντα τη ψυχή του Σωκράτη, όπως η παράδοξη βροχή των μαχαιριών που βλέπει να πέφτουν πάνω του, κάθε φορά που κοιμάται. |
REVIEW
Η “νύχτα που έβρεξε μαχαίρια” είναι το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα τρόμου Βασίλη Γιαννάκη. Είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, μιας και οι “μυστικοί εφιάλτες και μικροί φόβοι” ήταν μια μίνι συλλογή τριών διηγημάτων.
Αυτή είναι και η βασικότερη διαφορά των βιβλίων. Κατά τα άλλα υπάρχουν πολλές ομοιότητες, και είναι όλες τους θετικότατες!
Όπως στους “εφιάλτες” λοιπόν, έτσι και στα “μαχαίρια”, η γραφή του συγγραφέα είναι ιδιαιτέρως στρωτή και κατανοητή, και αυτό βοηθάει πολύ τον αναγνώστη στο να πιάσει άμεσα τα νοήματα της ιστορίας. Οι περιγραφές είναι πολύ καλές και εμπλουτισμένες με ολοζώντανες εικόνες, ενώ οι διάλογοι προσδίδουν συνεχώς ευκινησία στην πλοκή. Όσο για τους χαρακτήρες, μπορώ να πω ότι ειδικά τους 3 βασικούς, τους “είδα” εξαρχής ξεκάθαρα. Ήταν για μένα κάτι σαν υπαρκτά πρόσωπα και έτσι μοιραία ενδιαφερόμουν συνεχώς για τις τύχες τους.
Στα της ιστορίας τώρα, να πω ότι προσωπικά τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα. Μπήκα από νωρίς στο κλίμα και δε σταμάτησα στιγμή να θέλω να μάθω τι θα γίνει παρακάτω, αγωνιώντας φυσικά συνεχώς, μιας και το στοιχείο που βασιλεύει στο εν λόγω βιβλίο είναι ο τρόμος. Το στυλ αυτού, είναι κάπως παλιομοδίτικο, κάτι που προσωπικά είναι και πάλι μόνο καλό. Είναι ένα είδος που το λατρεύω.
Μοναδική παρατήρηση που έχω να κάνω, (αν είναι κιόλας), είναι το μέγεθος του βιβλίου. Η καλή πλοκή του με έκανε να νιώσω μια μικρή απογοήτευση μόλις το έκλεισα. Ήταν σαν να αποζητούσα μια μικρή επιπλέον δόση της ιστορίας.
Δε θα περιγράψω καθόλου την πλοκή. Παραδοσιακά, θα αφήσω τον εκάστοτε αναγνώστη να το πράξει.
Κλείνοντας, να δηλώσω ότι ήδη αδημονώ για το επόμενο βιβλίο του Βασίλη Γιαννάκη.
Η “νύχτα που έβρεξε μαχαίρια” είναι το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα τρόμου Βασίλη Γιαννάκη. Είναι το πρώτο του μυθιστόρημα, μιας και οι “μυστικοί εφιάλτες και μικροί φόβοι” ήταν μια μίνι συλλογή τριών διηγημάτων.
Αυτή είναι και η βασικότερη διαφορά των βιβλίων. Κατά τα άλλα υπάρχουν πολλές ομοιότητες, και είναι όλες τους θετικότατες!
Όπως στους “εφιάλτες” λοιπόν, έτσι και στα “μαχαίρια”, η γραφή του συγγραφέα είναι ιδιαιτέρως στρωτή και κατανοητή, και αυτό βοηθάει πολύ τον αναγνώστη στο να πιάσει άμεσα τα νοήματα της ιστορίας. Οι περιγραφές είναι πολύ καλές και εμπλουτισμένες με ολοζώντανες εικόνες, ενώ οι διάλογοι προσδίδουν συνεχώς ευκινησία στην πλοκή. Όσο για τους χαρακτήρες, μπορώ να πω ότι ειδικά τους 3 βασικούς, τους “είδα” εξαρχής ξεκάθαρα. Ήταν για μένα κάτι σαν υπαρκτά πρόσωπα και έτσι μοιραία ενδιαφερόμουν συνεχώς για τις τύχες τους.
Στα της ιστορίας τώρα, να πω ότι προσωπικά τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα. Μπήκα από νωρίς στο κλίμα και δε σταμάτησα στιγμή να θέλω να μάθω τι θα γίνει παρακάτω, αγωνιώντας φυσικά συνεχώς, μιας και το στοιχείο που βασιλεύει στο εν λόγω βιβλίο είναι ο τρόμος. Το στυλ αυτού, είναι κάπως παλιομοδίτικο, κάτι που προσωπικά είναι και πάλι μόνο καλό. Είναι ένα είδος που το λατρεύω.
Μοναδική παρατήρηση που έχω να κάνω, (αν είναι κιόλας), είναι το μέγεθος του βιβλίου. Η καλή πλοκή του με έκανε να νιώσω μια μικρή απογοήτευση μόλις το έκλεισα. Ήταν σαν να αποζητούσα μια μικρή επιπλέον δόση της ιστορίας.
Δε θα περιγράψω καθόλου την πλοκή. Παραδοσιακά, θα αφήσω τον εκάστοτε αναγνώστη να το πράξει.
Κλείνοντας, να δηλώσω ότι ήδη αδημονώ για το επόμενο βιβλίο του Βασίλη Γιαννάκη.